αζάλιστος

αζάλιστος
-η, -ο
αυτός που δε ζαλίστηκε: Το κρασί ήταν δυνατό και λίγοι έμειναν αζάλιστοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αζάλιστος — η, ο [ζαλίζω] αυτός που δεν είναι ζαλισμένος, που δεν αισθάνεται ζάλη …   Dictionary of Greek

  • ασκότιστος — η, ο (Α ἀσκότιστος, ον) [σκοτίζω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει σκοτούρες, ο αζάλιστος αρχ. ο ασκοτείνιαστος, ο λαμπερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”